κολαουζιέρης

κολαουζιέρης
ο моряк, ведающий сигнальным тросом водолаза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κολαουζιέρης" в других словарях:

  • κολαουζιέρης — ο (σε σπογγαλιευτικό πλοίο) ο ναύτης που στέκεται στο πρωραίο κατάστρωμα και επικοινωνεί διά μέσου τού κολαούζου με τον δύτη ο οποίος έχει καταδυθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολαούζος, με τη σημ. 4. + κατάλ. ιέρης (< ιταλ. iere), πρβλ. κοινον ιέρης,… …   Dictionary of Greek

  • κολαουζιέρης — ο ναύτης βοηθός δύτη, με τον οποίο συνεννοείται με τεντωμένο σκοινί (κολαούζο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»